- ἀμολγός
- ἀμολγόςdeadmasc nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
αμολγός — ἀμολγός, ο (Α) νεοελλ. νυχτερινό άρμεγμα (Παπαδιαμ. Γ 339) αρχ. 1. στον Όμηρο πάντοτε στη φρ. «νυκτός ἀμολγῷ», στη μέση, στην καρδιά τής νύχτας λέγεται επίσης για το λυκαυγές, όταν φαίνεται η Αφροδίτη, ή για το λυκόφως, όταν ανατέλλει το… … Dictionary of Greek
ἀμολγοί — ἀμολγός dead masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀμολγοῦ — ἀμολγός dead masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀμολγούς — ἀμολγός dead masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀμολγῷ — ἀμολγός dead masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀμολγόν — ἀμολγός dead masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
DORMIO — quasi Dermio, a Graeco δέρμα, i. e. pellis: quemadmodum ex benus, bonus, ex hemo, homo; ex Κερκύρα, Corcyra factum, Nempe vett. haec in pellibus dormiendi consuetudo est: in sacris inptimis, quod proprie Incubare Vett. dixêrunt. Tantopere namque… … Hofmann J. Lexicon universale
Κυναμολγοί — Κυναμολγοί, οἱ (Α) 1. αρχαία λιβυκή φυλή που κατοικούσε στην περιοχή τού Ισημερινού 2. σκύλοι που τρέφονταν με γάλα αγελάδας. [ΕΤΥΜΟΛ. < κύων, κυνός + αμολγός (< ἀμέλγω «αρμέγω»), πρβλ. βου μολγός] … Dictionary of Greek
αμέλγω — ἀμέλγω (Α) (ενεργ. και μέσ. στις ίδιες σημασίες) 1. τραβώ το γάλα από τους μαστούς, αρμέγω 2. απομυζώ, γυμνώνω, εκμεταλλεύομαι κάποιον 3. πίνω βυζαχτά, εκμυζώ, ρουφώ. [ΕΤΥΜΟΛ. Αρχαίος ρηματικός τ. με συχνή χρήση, γνωστός ήδη από τον Όμηρο.… … Dictionary of Greek
αμολγάδες βόες — ἀμολγάδες βόες (AM) [ἀμολγός] αγελάδες που αρμέγονται, γαλατερές … Dictionary of Greek